Εφηβική Διαιτολογία
Διατροφή κατά την εφηβική ηλικία
Οι διατροφικές απαιτήσεις κατά την εφηβεία είναι ιδιαίτερα αυξημένες γιατί από τη μια υπάρχει κάποια επιτάχυνση της ανάπτυξης κι από την άλλη αύξηση της φυσικής δραστηριότητας των εφήβων. Η εφηβική επιτάχυνση της ανάπτυξης ποικίλλει στα διάφορα άτομα και κατά συνέπεια και οι διατροφικές ανάγκες τους.
Κατά τη διάρκεια της αυξητικής αιχμής, ο έφηβος έχει εξαιρετικά μεγάλη όρεξη και μόνο αν καλύπτεται από αντίστοιχη πρόσληψη, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του. Οι κοπέλες μάλιστα που προσέχουν ιδιαίτερα τη «σιλουέτα» τους, είναι πιθανό να εμφανίσουν ευκολότερα διατροφικές ανεπάρκειες. Στην ηλικία αυτή, εξάλλου, και τα δύο φύλα έχουν την τάση να επιβάλλουν την ανεξαρτησία τους και να συμπεριφέρονται σαν να είναι πλέον ενήλικα άτομα. Μια απόδειξη της αποδοκιμασίας του περιορισμού που τους επιβάλλουν οι γονείς τους, είναι και η διατροφή τους έξω από το σπίτι με γλυκά, αεριούχα ποτά και πρόχειρα φαγητά, δηλαδή με άδειες θερμίδες σε βάρος των κύριων γευμάτων, τα οποία και καλύπτουν πληρέστερα τις διατροφικές τους ανάγκες.
Η παροχή διατροφικών συμβουλών σε εφήβους είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό θέμα. Θα πρέπει ο γιατρός ή ο διαιτολόγος να κινήσει το ενδιαφέρον τους για να πετύχει θετικά αποτελέσματα. Τα κίνητρα έχουν συνήθως σχέση με το φύλο του. Οι κοπέλες ενδιαφέρονται για την εμφάνισή τους, το δέρμα, τα μαλλιά και τα μάτια τους. Τα αγόρια για τη μυϊκή τους ανάπτυξη, το δέρμα και για τη ζωτικότητα και τη ρώμη τους. Μια ιδιαίτερη υπόμνηση της σχέσης της διατροφής με την εμφάνιση και τη σωματική δύναμη θα αποτελέσει την αρχή για μια καλή επικοινωνία μεταξύ γιατρού και εφήβου. Βέβαια, η διατροφική μόρφωση του παιδιού θα πρέπει πάντοτε να συμπληρώνεται και από δασκάλους, γονείς και κοινωνικούς λειτουργούς.
Οι διατροφικές απαιτήσεις αφορούν βασικά στις θερμίδες (για την αύξηση και τη φυσική δραστηριότητα), στις πρωτεΐνες (για την έμμηνο ρύση στις κοπέλες και την αύξηση του νέου ιστού και στα δύο φύλα), αλλά και στα ιχνοστοιχεία και στις βιταμίνες. Παρόλο όμως που αναγνωρίζεται η ανάγκη για μεγαλύτερη πρωτεϊνική και θερμιδική πρόσληψη, δεν υπάρχουν σαφείς καθορισμοί των διατροφικών απαιτήσεων της εφηβικής ηλικίας, καθώς, επίσης, και του είδους των αλλαγών που συμβαίνουν στη σύσταση του σώματος κατά τη διάρκειά της. Μόνο περιορισμένες διατροφικές ανεπάρκειες έχουν αποδειχθεί όπως π.χ. θερμιδική, πρωτεϊνική, βιταμίνης Α, ριβοφλαβίνης, ασβεστίου και σιδήρου. Γεγονός όμως είναι, ότι οι ανεπάρκειες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση ή την καθυστέρηση της εφηβικής αύξησης.
Όσον αφορά στις διατροφικές διαταραχές κατά την εφηβική ηλικία έχουμε τις εξής περιπτώσεις:
Η παχυσαρκία αποτελεί πρόβλημα για όλες τις ηλικίες, αλλά αντιπροσωπεύει ένα σοβαρό διατροφικό πρόβλημα της εφηβείας. Επιδημιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι τα παιδιά από την υψηλότερη οικονομικοκοινωνική τάξη είναι πιο ψηλά και παχύσαρκα από εκείνα της χαμηλότερης τάξης. Κατά την εφηβεία όμως, υπάρχει κάποια αντίστροφη σχέση στη γυναίκα. Η προερχόμενη από τη χαμηλή οικονομικοκοινωνική τάξη, σε αντίθεση με εκείνη της μέσης ή της υψηλότερης τάξης, γίνεται παχύτερη και παραμένει έτσι σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής της. Εξάλλου τα παιδιά τα οποία προέρχονται από παχύσαρκους γονείς, ιδιαίτερα μετά τα πρώτα 10 χρόνια της ζωής τους, έχουν τη τάση να γίνονται περισσότερο παχύσαρκα από τα παιδιά των λεπτόσωμων γονιών.
Η θεραπεία της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους θα πρέπει να καθορίζεται από τη σκέψη ότι δραστική μείωση της θερμιδικής πρόσληψης είναι δυνατό να συνοδεύεται από μείωση της αύξησης σε ύψος και άρα είναι ανεπιθύμητη. Θα πρέπει επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι ένα παχύσαρκο παιδί δεν είναι απαραίτητα και υγιές και ότι η σιδηροπενική αναιμία είναι μάλλον πιο συχνή μεταξύ των παχύσαρκων.
Μέτρια παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι στην πλειονότητά τους εμφανίζουν διατροφικές προσλήψεις περίπου όμοιες με τα αντίστοιχα και φυσιολογικά σε βάρος παιδιά. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η μείωση των διατροφικών προσλήψεων πολύ πιο κάτω από τις απαιτούμενες, θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του βαθμού αύξησης σε ύψος. Στις περιπτώσεις αυτές, γίνεται προσπάθεια για αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και όχι σημαντική μείωση της διατροφικής πρόσληψης. Σε περιπτώσεις όμως παθολογικών μορφών παχυσαρκίας, ένας βαθμός θερμιδικού περιορισμού συνίσταται χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος φόβος για δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών./